κνισηεις

κνισηεις
    κνισήεις
    κνῑσήεις
    -ήεσσα -ῆεν полный жертвенного чада или наполненный запахом жареных блюд
    

(δῶμα Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κνισηεις" в других словарях:

  • κνισήεις — κνισήεις, εσσα, εν, δωρ. τ. κνησάεις, εσσα, εν (Α) [κνίσα] γεμάτος κνίσα θυμάτων που καίγονται («μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ ἀέθλοις», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • κνισσῆεν — κνισήεις full of the steam of burnt sacrifice masc voc sg κνισήεις full of the steam of burnt sacrifice neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισσήεντες — κνισήεις full of the steam of burnt sacrifice masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισῆεν — κνῑσῆεν , κνισήεις full of the steam of burnt sacrifice masc voc sg κνῑσῆεν , κνισήεις full of the steam of burnt sacrifice neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το …   Dictionary of Greek

  • κνισάεις — κνισάεις, εσσα, εν (Α) (δωρ. τ.) βλ. κνισήεις …   Dictionary of Greek

  • κνισηρός — κνισηρός, ά, όν (Α) [κνίσα] κνισήεις* …   Dictionary of Greek

  • κνισσήεις — κνισσήεις, εσσα, εν (Α) (εσφ. γρφ.) κνισήεις …   Dictionary of Greek

  • κνισός — κνισός, ή, όν (Α) [κνίσα] 1. κνισήεις* 2. λαίμαργος, λιχούδης …   Dictionary of Greek

  • κνισσάεσσα — κνισσά̱εσσα , κνισήεις full of the steam of burnt sacrifice fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνισᾶντι — κνῑσᾶντι , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice pres part act masc/neut dat sg (doric aeolic) κνῑσᾶντι , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice pres subj act 3rd pl (doric) κνῑσᾶντι , κνισάω fill with the savour of burnt… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»